- ωμοφάγος
- -α, -ο1. αυτός που τρώει ωμές τροφές και μάλιστα ωμό κρέας.2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., ωμοφάγα τα σαρκοφάγα ζώα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὠμοφάγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοφάγος — α, ο / ὠμοφάγος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει ωμές τροφές και, ιδίως, ωμό κρέας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωμοφάγα τα σαρκοφάγα ζώα αρχ. φρ. «ὠμοφάγος χάρις» η χαρά που προκαλείται από τη βρώση ωμού κρέατος (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + φάγος*. Η… … Dictionary of Greek
ωμόφαγος — ον Α (κυρίως σε θυσίες προς τιμήν τού Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε ωμός («δαῑτες ὠμόφαγοι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + φαγος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
ὠμοφάγοις — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγοισι — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγοισιν — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὠμοφάγος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγον — ὠμοφάγος masc/fem acc sg ὠμοφάγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγου — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut gen sg ὠμοφάγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγους — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem acc pl ὠμοφάγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφάγων — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut gen pl ὠμοφάγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)